μυθιστοριογραφικός

μυθιστοριογραφικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυθιστοριογραφία ή στον μυθιστοριογράφο.
επίρρ...
μυθιστοριογραφικώς και -ά
με μυθιστοριογραφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”